ἀνωμάλων

ἀνωμάλων
ἀνομαλόω
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀνομαλόω
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀνώμαλος
uneven
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …   Dictionary of Greek

  • στοματολογία — (Ιατρ.). Ιατρική ειδικότητα, που περιλαμβάνει τη μελέτη των οδοντοστοματικών βλαβών και παθήσεων, καθώς και τις χειρουργικές, ορθοπεδικές και προθετικές φροντίδες για τη θεραπεία τους. Η σ. είναι συνδετικός κρίκος της ιατρικής με την οδοντιατρική …   Dictionary of Greek

  • μωσαϊκισμός — Παρουσία δύο ή περισσοτέρων γενετικά διαφορετικών ομάδων κυττάρων σε ένα άτομο, που όλα προέρχονται από το ίδιο γονιμοποιημένο ωάριο. Είναι κατάσταση, κατά την οποία ένα άτομο έχει ένα μίγμα φυσιολογικών και ανώμαλων κυττάρων. Κύτταρα με λάθος… …   Dictionary of Greek

  • αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… …   Dictionary of Greek

  • αφτί — Αισθητήριο όργανο με ειδικές λειτουργίες δέκτη των ηχητικών ερεθισμάτων και αντίληψης της θέσης της κεφαλής στον χώρο· το α. συμβάλλει επίσης στη διατήρηση της ισορροπίας του σώματος. Ανατομικά διακρίνεται σε έξω, μέσο και έσω α.: το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • μονοπυρήνωση — Οξεία ίωση, που χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό, πονόλαιμο, διόγκωση των λεμφαδένων (ειδικά του λαιμού) και ένα μεγάλο αριθμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων. * * * η ιατρ. λευκοκυττάρωση, κατά την οποία κυριαρχεί στο αίμα η αύξηση τών μονοπύρηνων… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”